Υποσταθμοί & Control Rooms
Η διάβρωση μπορεί να επηρεάσει ολοκληρωμένα κυκλώματα, ηλεκτρονικές πλακέτες, ρελέ, μετασχηματιστές, συστήματα ελέγχου κινητήρων, διατάξεις ελέγχου συστημάτων και τελικά κάθε τύπο ηλεκτρικού ή ηλεκτρονικού εξοπλισμού. Αυτή η διαβρωτική επίδραση αναπτύσσεται κυρίως σε ορισμένα εξαρτήματα τα οποία είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα: ακροδέκτες, επαφές, βύσματα IC περιελίξεις και ηλεκτρολογικά συστήματα.
Τα χημικά φίλτρα μπορούν να εξαλείψουν τους διαβρωτικούς αέριους ρύπους κάνοντας δυνατή την χρήση ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού που συμμορφώνεται με την οδηγία 2002/95/EC (RoHS) της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την μείωση της χρήσης επικινδύνων υλικών στην κατασκευή του εν λόγω εξοπλισμού, καθώς επίσης και με την οδηγία 2002/96/EC (WEEE) για τα ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά απόβλητα.
Η διάβρωση των μετάλλων στην ατμόσφαιρα οφείλεται στην πραγματικότητα σε χημικές αντιδράσεις που προκαλούνται από αέριους χημικούς ρύπους και επιταχύνεται με την αύξηση της θερμοκρασίας και της υγρασίας. Οσον αφορά τα ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά συστήματα, η διάβρωση μπορεί να οριστεί σαν η αλλοίωση του μεταλλικού υποστρώματος εξ’ αιτίας χημικών αντιδράσεων με το περιβάλλον του. Πιο συγκεκριμένα, η επίδραση των διαβρωτικών αερίων και των υδρατμών (υγρασίας) στο μεταλλικό υπόστρωμα, έχει σαν αποτέλεσμα την δημιουργία και συσσώρευση διαφόρων παραπροϊόντων. Καθώς οι χημικές αντιδράσεις συνεχίζονται, αυτά τα παραπροϊόντα μπορεί να σχηματίσουν μονωτικά στρώματα στα κυκλώματα, τα οποία με τη σειρά τους μπορεί να οδηγήσουν σε θερμοκρασιακές αστοχίες ή βραχυκυκλώματα. Η συνεχιζόμενη συσσώρευση των παραπροϊόντων (αλάτων) μπορεί να προκαλέσει την αποκόλληση της επιφανειακής επίστρωσης χρυσού (που χρησιμοποιείται για την μείωση της αντίστασης) ή την εκβολή των αλάτων, μέσω των πόρων της επίστρωσης, στην ελεύθερη επιφάνεια. Και στις δύο περιπτώσεις το αποτέλεσμα είναι η αύξηση της ηλεκτρικής αντίστασης στο συγκεκριμένο σημείο του κυκλώματος.
Με αυτό τον τρόπο η διάβρωση μπορεί να προκαλέσει παράσιτα, ψεύτικα σήματα, λάθη στην μετάδοση πληροφοριών, βλάβες και διακοπές λειτουργίας.
Εκτίμηση Διάβρωσης
Οι βλάβες των ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών συστημάτων που προκαλούνται από την διάβρωση, επηρεάζουν άμεσα την παραγωγή, την ποιότητα των προϊόντων, την ασφάλεια των εγκαταστάσεων και τα επισκευαστικά COUPONSκόστη. Τα Πλακίδια Κατάταξης Διάβρωσης (Corrosion Classification Coupons, CCC) χρησιμοποιούνται σαν μέρος της υπηρεσίας Εκτίμησης Διάβρωσης για να προσδιοριστεί το επίπεδο διαβρωτικότητας του αέρα εισαγωγής. Αναλύοντας αυτά τα πλακίδια, το εργαστήριο της Purafil έχει την δυνατότητα να προσδιορίσει τα είδη και τα επίπεδα των διαβρωτικών αερίων στο αέριο ρεύμα και να προτείνει έτσι το απαιτούμενο σχήμα φίλτρανσης.
Σε ένα πιο αυτοματοποιημένο στάδιο, οι συσκευές ανάλυσης ποιότητας αέρα σε πραγματικό χρόνο της σειράς OnGuard της ONGUARDεταιρίας Purafil, βοηθούν στην επίλυση προβλημάτων διάβρωσης που προέρχονται από αέριους ρύπους, πριν την εμφάνιση σοβαρής βλάβης. Οι Ανιχνευτές Ατμοσφαιρικής Διάβρωσης της σειράς OnGuard μετρούν συνεχώς την επίδραση της διάβρωσης σε πραγματικό χρόνο, όπως επίσης και την θερμοκρασία και την σχετική υγρασία. Με την χρήση των τιμών αυτών οι συσκευές OnGuard υπολογίζουν τα επίπεδα διαβρωτικότητας σύμφωνα με το σχετικό πρότυπο ISA 71.04-1985. Οι ανιχευτές αυτοί έχουν την δυνατότητα σύνδεσης με σύστημα BMS ή άλλο παρεμφερές.
Προστασία από την διάβρωση
Σε χώρους όπου τοποθετούνται ηλεκτρικοί πίνακες ή ευρίσκεται ευαίσθητο ηλεκτρονικό υλικό, χρησιμοποιούνται ευρύτατα τα συστήματα ECU (Electronic Cabinet Units) της PURAFIL λόγω του χαμηλού τους κόστους και της υψηλής απόδοσης. Εδώ εφαρμόζεται η μέθοδος δημιουργίας υπερπίεσης, από αέρα απαλλαγμένο από διαβρωτικά αέρια, στο εσωτερικό κάθε ηλεκτρικού πίνακα, ηλεκτρονικής διάταξης ή και χώρου λειτουργίας των ηλεκτρικών / ηλεκτρονικών συσκευών.
Αρχικά πραγματοποιείται αναρρόφηση αέρα από το περιβάλλον. Στην πρώτη φάση επεξεργασίας αφαιρούνται τα σωματίδια . Στη συνέχεια ο αέρας διέρχεται από ένα στάδιο χημικού φιλτραρίσματος, δηλαδή από τα χημικά εξουδετέρωσης (media). Τα χημικά εξουδετέρωσης τοποθετούνται σε κάνιστρα αεροδυναμικού σχήματος που εξασφαλίζουν ελάχιστη πτώση πίεσης, ECUμεγάλο χρόνο παραμονής του διαβρωτικού αέρα, υψηλό βαθμό απόδοσης και εύκολη συντήρηση και αντικατάσταση. Οι κατακρατούμενοι / εξουδετερούμενοι ρύποι είναι πάρα πολλοί, όπως χλώριο, υδροχλώριο, υδροφθόριο, αμμωνία, οξείδια του θείου, υδρόθειο, μερκαπτάνες, πτητικές οργανικές ενώσεις (VOCs), οξείδια του αζώτου κ.α .
Ο χημικά φιλτραρισμένος αέρας διέρχεται από ένα τελικό στάδιο επεξεργασίας αφαίρεσης των σωματιδίων. Τα σωματίδια αυτά μπορεί να είναι προϊόντα (άλατα) της χημικής εξουδετέρωσης. Το στάδιο αυτό ενισχύει την υψηλή απόδοση και αξιοπιστία του συστήματος. Ο επεξεργασμένος αέρας διέρχεται από τον ανεμιστήρα ο οποίος τον προωθεί προς το εσωτερικό του ηλεκτρικού πίνακα ή του χώρου που θέλουμε να προστατεύσουμε.
Το σύστημα ECU φέρει πλευρικές πόρτες για την εύκολη πρόσβαση στο εσωτερικό του και αλλαγή των σωματιδιακών και χημικών φίλτρων. Το πλαίσιο του ανεμιστήρα και του κιβωτίου των φίλτρων είναι κατασκευασμένα από αλουμίνιο, ενώ τα τοιχώματα από γαλβανισμένη λαμαρίνα.
Ειδικά στις θαλάσσιες εφαρμογές, συναντώνται επιπλέον προβλήματα σχετικά με το μέγεθος και την τροφοδοσία ισχύος των συστημάτων (λόγω στενότητας χώρου και ιδιαιτερότητας στα μεγέθη του ηλεκτρικού ρεύματος), καθώς και των περιβαλλοντικών συνθηκών σε μόνιμη βάση (αλάτι και ιόντα από το θαλασσινό νερό) ή σε περιοδική βάση (διαβρωτικοί ρύποι όπως μερκαπτάνες και υδρόθειο κατά την φόρτωση / εκφόρτωση δεξαμενοπλοίων, σωματιδιακοί ρύποι στα φορτηγά πλοία). Για τους λόγους αυτούς τα συστήματα που συνιστώνται είναι του τύπου F-GRID τα οποία παράγονται στους ακόλουθους τύπους